-
1 αἴγειρος
αἴγειρος, ἡ,A black poplar, Populus nigra, μακεδνή, μακρή, Od.7.106, 10.510, cf. Il.4.482, S.Fr.23, etc.;αἴ. ύδατοτρεφέες Od.17.208
, cf. 9.141, 5.64, 239, E.Hipp. 210 (lyr); named among ἄκαρπα in Arist.Mu. 401a4;καρποφόρος Mir. 835b2
: prov., αἰγείρου θέα, of a seat in the theatre which had no view of the stage, Cratin.339.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἴγειρος
См. также в других словарях:
αιγείρου θέα — Αρχαία έκφραση, που σήμαινε την παρακολούθηση των δημόσιων θεαμάτων από το ύψος των αιγείρων (λευκών), που βρίσκονταν γύρω από το θέατρο. Την εποχή που οι θεατές πλήρωναν δικαίωμα εισόδου στο θέατρο, η θέση στη λεύκα στοίχιζε φθηνότερα … Dictionary of Greek
μελέτη — I Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν μία από τις τρεις Μούσες, σύμφωνα με την πρώτη τους διαίρεση. Είναι επίσης γνωστή και ως Μελετώσα. Οι τρεις Μούσες ονομάζονταν Αοιδή, Μ. και Μνήμη ή Μούσα θεά ή Υμνώ. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι Μούσες… … Dictionary of Greek